- Ἑλλανίς
- Ἑλλᾱνίς f. adj.,1 of Greece
Ἑλλανίδα στρατιὰν P. 11.50
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν hypallage, exploits in the games of Greece Pae. 4.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἑλλανίδα στρατιὰν P. 11.50
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν hypallage, exploits in the games of Greece Pae. 4.23Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἑλλανίς — Ἑλλᾱνίς , Ἑλληνίς Grecian woman fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek